- μηχανοθεραπεία
- ηιατρ. θεραπευτική αγωγή ορισμένων οστεοαρθρικών, μυϊκών ή νευρικών παθήσεων με κινήσεις που γίνονται με τη βοήθεια μηχανικών συσκευών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mechanotherapy (μηχανή + θεραπεία)].
Dictionary of Greek. 2013.